Η ομιλία του Στράτου Γ. Σιμόπουλου σε Μηχανικούς στο ΤΕΕ/ΤΚΜ

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η χώρα για να βγει από την κρίση χρειάζεται άμεσα ένα επεξεργασμένο
εθνικό σχέδιο, που να συνδυάζει δραστική δημοσιονομική εξυγίανση, και
αξιοποίηση των αναπτυξιακών μας δυνατοτήτων.

Στη γειτονική Ιταλία, η κυβέρνηση Μόντι στις πρώτες 100 μέρες ακύρωσε τηναγορά στρατιωτικών αεροπλάνων από τις ΗΠΑ, αποσύρθηκε από την ανάληψη τωνΟλυμπιακών αγώνων, ανακάλυψε με αεροφωτογραφίες 1 εκατομμύριο
ακίνητα που δεν πλήρωναν τέλη, έστειλε τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς στακοσμικά θέρετρα για σαφάρι εναντίον της φοροδιαφυγής και προκήρυξε σεδιαγωνισμό τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες με στόχο να εισπράξει 2,5δισεκατομμύρια ευρώ.

Όλοι κατάλαβαν ότι οι άνθρωποι σοβαρολογούν και σταμάτησαν να
ασχολούνται μαζί τους. Μείωσαν κι εκεί μισθούς και συντάξεις, όμως τα
δημοσιονομικά μέτρα έγιναν πιο εύκολα δεκτά γιατί πείσθηκαν ότι δεν
είναι απλώς μια προσπάθεια να μεταφερθεί το κόστος στους ασθενέστερους
και να διατηρήσουν άλλοι τα προνόμιά τους.

Στην Ελλάδα, οι κυβερνώντες επέβαλαν κυρίως οριζόντια μέτρα, χωρίς
στοχευμένες παρεμβάσεις για τη σύλληψη της φοροδιαφυγής και για την
άντληση εσόδων από αφορολόγητο πλούτο που κατά κανόνα βρίσκεται
παρκαρισμένος έξω από την αγορά, συχνά, σε ξένες τράπεζες.
Αλλά και στο επίπεδο των δαπανών, αντί να επανεξεταστούν από μηδενική
βάση και να επαναπροσδιοριστούν αναλόγως της χρησιμότητάς τους και της
πιθανής αντιπαραγωγικότητά τους, ακολουθήθηκε ο εύκολος δρόμος των
οριζόντιων περικοπών.

Χωρίς να μηδενίζει κανείς τα όσα έγιναν, είναι σαφές ότι ούτε οικονομίες
κλίμακας επιτεύχθηκαν, ούτε οδηγούμαστε σε παραγωγική ανασυγκρότηση
του δημόσιου τομέα, ούτε διαφαίνεται από τους κυβερνώντες η πολιτική που
θα προσκόμιζε έσοδα, χωρίς να αφυδατώνεται η αγορά, και να
επιβαρύνονται φορολογικά όσοι ήδη πληρώνουν, ανατροφοδοτώντας κάθε
φορά την ύφεση.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ας επικεντρωθούμε όμως στον τομέα των κατασκευών, στον οποίο όλοι μαςδραστηριοποιούμαστε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και ο οποίος συμπεριλαμβάνειτα ιδιωτικά, τα δημόσια και τα συγχρηματοδοτούμενα έργα, συνεισέφερε στο 8% τουΑΕΠ ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις ότι σε συνδυασμό με τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία,παρήγαγε το 25%.

Δεν μιλάμε, λοιπόν, για σημαντικό κλάδο, αλλά για τον πλέον σημαντικό τηςελληνικής οικονομίας, αν αναλογισθούμε ότι 200 κύρια και άλλα τόσα δευτερεύονταεπαγγέλματα εξαρτώνται από την κατασκευαστική δραστηριότητα.

Σε επιβεβαίωση των παραπάνω:

-Έως το 2010 ο συνολικό αριθμός των απασχολούμενων στις κατασκευές αυξήθηκεκατά 36,1% έναντι 13,9% στο σύνολο της οικονομίας.

-Στον κλάδο των κατασκευών δημιουργήθηκε το 19% των νέων θέσεων εργασίας πουδημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία στο σύνολο της οικονομίας.

-Οι κατασκευές αποτελούσαν έναν από τους 4 δυναμικότερα αναπτυσσόμενουςκλάδους της ελληνικής οικονομίας μαζί με το εμπόριο, τις επιχειρήσειςεστίασης-ξενοδοχεία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

-Η βιομηχανία και βιοτεχνία των δομικών υλικών, συγκαταλέγονταν στις πλέονκαινοτόμες στην Ελλάδα και στις πιο δυναμικές στον εξαγωγικό τομέα.

Σήμερα, ωστόσο, ο κλάδος βρίσκεται κυριολεκτικά σε μαρασμό.

Ανάλογες συνέπειες υφίσταται βέβαια και το δικό μας επάγγελμα.

Οι σημαντικότεροι παράγοντες που συντηρούν την «απραγία» επικεντρώνονται στησυγκρατημένη χρηματοδοτική πολιτική των τραπεζών, στο δυσμενέστατο φορολογικόπλαίσιο, στη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, στην αδυναμία προσέλκυσηςξένων επενδυτών, στην απουσία σαφούς αναπτυξιακού σχεδιασμού καθώς και στην αρνητικήψυχολογία και το αίσθημα καχυποψίας που προκαλεί στους επενδυτές το κλίμααβεβαιότητας και το συνεπαγόμενο επενδυτικό ρίσκο.

Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε επίσης και την κατακόρυφη πτώση στην αγοράκατοικίας η οποία δεν οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική κρίση αλλά έρχεταιως αποτέλεσμα της πληθώρας αδειών που εκδόθηκαν πριν την επιβολή του ΦΠΑ καιτης υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης στον τομέα της στεγαστικής πίστης.
Όσον αφορά στα βιομηχανικά έργα η επιβράδυνση είναι εξίσου υπαρκτή. Αυτό οφείλεταικυρίως στο χαμηλό επίπεδο βιομηχανικής ανάπτυξης, στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα.Υπάρχει βέβαια και η κατηγορία των έργων που σχετίζονται με το εμπόριο καικυρίως λιανεμπόριο. Στον τομέα αυτό η πτώση των λιανικών πωλήσεων επιφέρειμοιραία αναστολή ή ματαίωση επιχειρηματικών σχεδίων επέκτασης.
Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει προοπτική ανάκαμψης;
Και αν ναι, ποιες πολιτικές τη διασφαλίζουν;

Σίγουρα όχι πολιτικές που αρχικά στηρίζουν το εμπόριο αυτοκινήτων καικλιματιστικών, αντί να προωθήσουν προγράμματα ενίσχυσης των κατασκευών.

Σίγουρα όχι πολιτικές που διογκώνουν εσκεμμένα και άκρως επικίνδυνα τηναντίληψη που ταυτίζει
– τον Μελετητή με τον ασυνείδητο επιστήμονα
– τον Εργολήπτη με τον αδίστακτο επιχειρηματία, με μοναδικό στόχο το κέρδος σεβάρος του δημόσιου συμφέροντος
– τον δημόσιο Υπάλληλο με τον μόνιμο δωρολήπτη και
– τον Πολιτικό με τον ηθικό αυτουργό, και συμμέτοχο, της όλης διαδικασίας.

Αυτή η αντίληψη αποτελεί άλλοθι για την τεκμηρίωση αποσπασματικών νομοθετικώνακτιβισμών που συνεχίζουν να αναπαράγουν ένα στρεβλό θεσμικό πλαίσιο παραγωγήςδημόσιων και ιδιωτικών έργων.
Επίσης δεν βοηθούν πολιτικές οι οποίες ασχολούνται μόνιμα με τη μείωση τωνδημοσιονομικών ελλειμμάτων χωρίς να δίνουν σημασία στη μικροοικονομία, η οποίααφορά στη ζωή χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαγγελματιών.

Και αυτό γιατί επικέντρωση στη μικροοικονομία σημαίνει μεταρρυθμίσεις πουενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, επαναρυθμίζουν τις αγορές, στηρίζουν τηνπρωτοβουλία, την καινοτομία, το επιχειρηματικό ρίσκο, προστατεύουν τη μικρή καιμεσαία επιχείρηση, την αγροτική εκμετάλλευση, την εμπορική δραστηριότητα.

Όλες εκείνες, δηλαδή, οι πολιτικές που μπορούν να θέσουν σε κίνηση τιςεπιχειρηματικές δυνάμεις. Πρόκειται για μια σειρά πρωτοβουλιών οι οποίες όχιμόνο δεν κοστίζουν αλλά φέρνουν έσοδα στο κράτος.

Εξειδικεύοντας τις παραπάνω προτάσεις, ακόμη και σε συνθήκες υψηλούελλείμματος υποστηρίζω ότι μπορούμε να μειώσουμε τους συντελεστές φορολόγησηςκαι σε συνθήκες μείωσης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων μπορούμε ναμειώσουμε τις εργοδοτικές εισφορές.

Με αυτόν τον τρόπο αφενός θα παρέχουμε «οξυγόνο» στις μικρομεσαίεςεπιχειρήσεις και αφετέρου το κράτος θα εισπράττει περισσότερα έσοδα.

Κυρίαρχη επιλογή, επίσης, στην οικονομική πολιτική πρέπει να αποτελεί η ενίσχυσητης μεσαίας τάξης, με όλες της τις διαστρωματώσεις.

Μια μεσαία τάξη η οποία την τελευταία δεκαετία διαρκώς συμπιέζεται σε μεγάλοβαθμό, παρά το γεγονός ότι αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας καισε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας δημιουργεί θέσεις εργασίας.

Φίλες και φίλοι,

Με ρωτούν πολύ συχνά, ποιες είναι κατά τη γνώμη μου οι άμεσες δράσεις γιατην έξοδο του κατασκευαστικού κλάδου από την κρίση.

Απαντώ ευθέως:

-Αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας, η οποία προφανώς θα φέρει νέεςεπενδύσεις

-Αύξηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων

-Ταχεία απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ

-Πρόγραμμα για την επανεκκίνηση της αγοράς κατοικίας

-Στροφή στην εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια (ως ΝΔ είχαμε δρομολογήσεικαι το σχετικό πρόγραμμα) αλλά και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

-Χρηματοδότηση πολλών διδακτορικών στον τομέα της έρευνας για νέεςτεχνολογίες και πράσινη ενέργεια, των οποίων τα αποτελέσματα θα αποτελέσουν μιαπρώτης τάξεως ευκαιρία για νέες επενδύσεις στους τομείς αυτούς και

-Στήριξη της διεθνούς παρουσίας ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων μεβοήθεια από τους εμπορικούς ακολούθους, ασφάλιση δραστηριοτήτων και αποσαφήνισητου φορολογικού και εργασιακού καθεστώτος που διέπει τις δραστηριότητες στοεξωτερικό.

Και όμως,
Αντί να ασχολούμαστε στη δύσκολη αυτή συγκυρία με τα επιτακτικά προβλήματα τουκλάδου όπως το ασφαλιστικό, τα επαγγελματικά δικαιώματα ή την αναμόρφωση τουπλαισίου πολεοδομικού σχεδιασμού, στην Ελλάδα «πονοκεφαλιάζουμε» για το εάν οιμηχανικοί αποτελούν «κλειστό επάγγελμα», για τις ελάχιστες αμοιβές και ποιο«σύστημα παραγωγής έργων» ζημιώνει