ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ-ΆΔΕΙΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ. (Άρθρο μου στο «Παρόν της Κυριακής», στις 12-05-2024)

Τα τελευταία χρόνια είμαστε όλοι θεατές σε μια κακόγουστη πολιτική παράσταση με πρωταγωνίστρια σύσσωμη την αντιπολίτευση.
Από τη μία πλευρά είναι τα κόμματα που βρίσκονται αριστερά της ΝΔ. Με τον ΣΥΡΙΖΑ να φαίνεται ότι παίζει τον κύριο ρόλο στην ενορχήστρωση της αντιπολιτευτικής τακτικής, συμπαρασύροντας και το ΠΑΣΟΚ. Όποιο νομοσχέδιο της κυβέρνησης έρχεται προς συζήτηση στη Βουλή η αντίδραση είναι γνωστή. Είτε το νομοσχέδιο αφορά την υγεία, είτε την παιδεία, είτε την πρόνοια στο ίδιο έργο είμαστε θεατές. Μόλις πρόσφατα, ήμασταν πάλι όλοι μάρτυρες της ίδιας ακριβώς αντίδρασης. Το νομοσχέδιο για τη δικαιοσύνη εννοώ.
Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της αντίδρασης είναι η καταστροφολογία, ο πανικός, ο αρνητισμός, η κινδυνολογία. Και όλα αυτά διανθισμένα με δυσοίωνες προβλέψεις για μηδενιστικές προοπτικές. Ακούμε συνεχώς, ότι καταβαραθρώνεται η υγεία με τα απογευματινά χειρουργεία και με τη χρησιμοποίηση των δημόσιων υποδομών από ιδιώτες γιατρούς, ότι η παιδεία είναι στα τάρταρα με τα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, ότι οι επόμενες γενιές δεν θα έχουν συντάξεις με το νέο σύστημα ασφάλισης και ότι η δικαιοσύνη δέχεται βαρύτατο πλήγμα με τη χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων. Ένα διαρκές όχι σε όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια επιχειρείται από την πλευρά της κυβέρνησης. Μια συνεχής άρνηση σε οποιαδήποτε νομοθετική προσπάθεια βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης.
Η αντιπολίτευση εθελοτυφλεί στην οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών των οποίων τα παιδιά σπουδάζουν στο εξωτερικό, στις τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, στα προβλήματα των νοσοκομείων. Για όλα η ενδεδειγμένη λύση είναι οι προσλήψεις και η αύξηση δαπανών. Στο τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεπεράσει και το ΚΚΕ στην απαίτηση για προσλήψεις. Καταστροφολογία, λοιπόν, και προσλήψεις είναι οι δύο πλευρές του τριγώνου μέσα στο οποίο κινείται η αντιπολίτευση. Η τρίτη πλευρά του τριγώνου είναι γνωστή. Ότι, δηλαδή, η κυβέρνηση με τις μεταρρυθμίσεις θέλει να εξυπηρετήσει τα μεγάλα συμφέροντα ή στην πιο ήπια περίπτωση να υπηρετήσει τις νεοφιλελεύθερες απόψεις της.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που επιχειρεί να αφήσει την πολιτική life style, στην οποία επιδίδεται ο πρόεδρός του, και προσπαθεί να μπει στην ουσία της πολιτικής αποδεικνύει περίτρανα την παντελή έλλειψη επιχειρημάτων και κυρίως προτάσεων. Δεν μπορεί σε δημόσιες πολιτικές να υπάρχει ακινησία και αδράνεια.
 Από την άλλη πλευρά έχουμε την ακροδεξιά πολυκατοικία, τα κόμματα, δηλαδή, που βρίσκονται δεξιότερα της ΝΔ. Ελληνική λύση, Νίκη και Σπαρτιάτες, κυρίως τα δύο πρώτα, να διαξιφίζονται ποιο κόμμα είναι περισσότερο κοντά στην εκκλησία. Πρόκειται για κόμματα που χαρακτηρίζονται από μία συνεχή προσπάθεια να σπείρουν τον διχασμό. Πρόσφατα, επίσης, γίναμε μάρτυρες του κατάπτυστου περιστατικού βίας μεταξύ βουλευτή της Ελληνικής Λύσης και πρώην βουλευτή των Σπαρτιατών. Παράλληλα, ο κ. Βελόπουλος, με περίσσιο θράσος και θέλοντας, προφανώς, να παρουσιάσει τον εαυτό του ως εκφραστή της εκκλησίας, απαγόρευσε ουσιαστικά, αλλά τεχνηέντως, τους βουλευτές που ψήφισαν το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια να πηγαίνουν στην εκκλησία την Μεγάλη Εβδομάδα. Για να δοθεί, βέβαια, άμεσα η αποστομωτική απάντηση του Αρχιεπισκόπου και να αναδιπλωθεί. Για την ακροδεξιά πολυκατοικία, λοιπόν, η εκκλησία και ο πατριωτισμός είναι οι δύο βασικοί πυλώνες στους οποίους στηρίζεται. Όπως, όμως, πολύ σωστά τους χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός πρόκειται για «γιαλαντζί πατριώτες» καθώς τα λόγια είναι εύκολα, αλλά στην πράξη φαίνεται ο πατριωτισμός του καθενός. Όσο για τον χριστιανισμό, φυσικά και η ελληνική κοινωνία δεν χρειάζεται διδαχές και κατευθύνσεις από κάποιον που καπηλευόταν τη θρησκεία πουλώντας χειρόγραφα του Ιησού. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν παρασύρει πλέον πολλούς.
Η μόνη, λοιπόν, αξιόπιστη επιλογή και για τις ευρωεκλογές, που έρχονται, αναδεικνύεται η ΝΔ, η οποία με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και κυρίως με συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στη θέση που της αρμόζει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.