ΤΕΜΠΗ: Η ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΧΥΔΑΙΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ. (Άρθρο μου στη «Μακεδονία»)

0
Παρακολουθώντας, από πέρσι που έγινε το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη τις πολλές δημόσιες τοποθετήσεις, κυρίως την πρόταση για εξεταστική επιτροπή, τις εργασίες της εξεταστικής, τη συζήτηση του πορίσματος και έως σήμερα την συζήτηση για την πρόταση μομφής, κατέληξα στο εξής προφανές:
Η αντιπολίτευση πάση θυσία θέλει να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τον πρώην υπουργό Κώστα Καραμανλή και να στοιχειοθετήσει έτσι κυβερνητικές ευθύνες, άσχετα αν δέχεται την ευθύνη του σταθμάρχη και την παράβαση όλων των σχετικών με το ατύχημα κανόνων λειτουργίας τη μοιραία εκείνη νύχτα.
Αγνοεί, δηλαδή, ότι οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ μιας υποτιθέμενης για μένα η πραγματικής για την αντιπολίτευση παράλειψης και του αποτελέσματος με τον τραγικό χαμό 57 ανθρώπων έπαψε έτσι να υπάρχει.
Το κάνουν, μάλιστα, και όσοι είναι νομικοί. Προσωπικά δεν είμαι.
Η συμπεριφορά αυτή, ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, είμαι σίγουρος ότι προέρχεται και από το βάρος του ονόματος του πρώην υπουργού.
Όταν ερωτάται η αντιπολίτευση, αν υπάρχουν ευθύνες του υπουργού για το δυστύχημα η απάντηση είναι:
«Είναι δυνατόν να μην υπάρχουν, υπουργός ήταν», χωρίς να παίρνει υπόψη την δεκαπενταετή υποβάθμιση των σιδηροδρόμων στην χώρα μας.
Ανταπαντάμε: «Κάντε τες συγκεκριμένες». Η αντιπολίτευση σιωπά.
Η αντιπολίτευση αποφάσισε ότι αν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717 δε θα είχε γίνει το ατύχημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εξαιρεί ουσιαστικά τον Χρήστο Σπίρτζη από τις ευθύνες του, διότι και ο ίδιος έδωσε σχετικές παρατάσεις.
Ούτε παίρνει υπόψη ότι τελικά μέσα από ενέργειες του πρώην υπουργού προχώρησε η ολοκλήρωση της συγκεκριμένης σύμβασης.
Οι ηπιότεροι ζητούν απλά να παραιτηθεί ο υπουργός από την προστασία του άρθρου 86 περί ποινικής δίωξης υπουργών και να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, η οποία και θα αποφασίσει.
Οι επιθετικότεροι συντάσσονται με τα λαϊκά δικαστήρια και είναι σίγουροι για την ποινική του ευθύνη και ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι.
Ο ενδεχόμενος δόλος, ενώ δεν προκύπτει από πουθενά, γίνεται το όχημα ώστε να καταφέρει η αντιπολίτευση τον στόχο της.
Το επιχείρημα ότι με την λογική αυτή έπρεπε να οδηγηθούν στην δικαιοσύνη και οι υπαίτιοι του κατακερματισμού του έργου του οδικού άξονα Πάτρα-Πύργος με τα δεκάδες θύματα που επέφερε η μη κατασκευή του, δεν την αφορά.
Όπως δεν την αφορά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε το χρόνο της παραγραφής, ώστε ακριβώς τέτοια γεγονότα να εξετάζονται σε βάθος.
Ούτε την αφορά ότι με νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης άκουσε το ηχητικό υλικό ο ανακριτής.
Ούτε την αφορά ότι η νέα εξέταση που επικαλείται ο κ. Σπίρτζης είναι άνευ αντικειμένου διότι τυχόν παραβάσεις του έχουν παραγραφεί.
Προφανώς, επίσης, δεν την αφορά ότι η Ευρωπαία Εισαγγελέας ασχολείται με την οικονομική διάσταση της σύμβασης 717 και αποφαίνεται ότι έπρεπε να επαναπροκηρυχθεί ο διαγωνισμός.
Ούτε, επίσης, την αφορά ότι αν η διαδικασία ακολουθούσε τη σύσταση της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, όχι μόνον δεν θα είχε ολοκληρωθεί το έργο το Σεπτέμβριο του 2023, αλλά ακόμη και σήμερα δεν θα είχαμε τη νέα σύμβαση.
Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω και πάλι την άποψή μου για το άρθρο 86. Πιστεύω ότι όχι μόνο δεν πρέπει να καταργηθεί, αλλά, αντίθετα, πρέπει να ενισχυθεί.
Δεν πρέπει ένας υπουργός να διώκεται ποινικά χωρίς ισχυρές ενδείξεις για δόλο. Ο ενδεχόμενος δόλος θα οδηγεί τους υπουργούς συνεχώς στα δικαστήρια. Έρχομαι τώρα στο θέμα της συγκάλυψης.
Όταν ερωτάται η αντιπολίτευση τι συγκαλύπτει η κυβέρνηση, δεν απαντάει. Απλώς αοριστολογεί. Ερωτάται τι μπορεί να καλύπτεται πίσω από την άμεση διαμόρφωση του χώρου του δυστυχήματος.
Απόλυτη σιωπή ή ψελλίσματα για περίεργο φορτίο από την πλευρά της. Ρωτάμε την αντιπολίτευση «το μεταφερόμενο φορτίο αφορά τον ΟΣΕ ή την Hellenic Train και την ΡΑΣ;».
Σιωπή νεκροταφείου. Ρωτάμε την αντιπολίτευση αν η δικαιοσύνη έχει λάβει όλο το ηχητικό υλικό μεταξύ σταθμών και μηχανοδηγών πριν και μετά το δυστύχημα και πάλι σιωπά.
Τότε από που προκύπτει η συγκάλυψη; Από πού προκύπτει ότι το υλικό που δημοσιεύτηκε αποκρύπτει ευθύνες σε υπουργικό επίπεδο;
Έρχομαι τώρα στην πρόταση δυσπιστίας.
Μεγαλύτερο δώρο από την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, με αιτιολογία το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, δεν μπορούσε να κάνει η αντιπολίτευση σε αυτή την πολιτική συγκυρία.
Μετά τις διαφορετικές εσωτερικές προσεγγίσεις για την ισότητα στον γάμο, στη ΝΔ έχουμε μια θαυμάσια ευκαιρία να δείξουμε ότι κοινοβουλευτικά παραμένουμε απόλυτα ενωμένοι.
Αλλά και σε επίπεδο βάσης αισθάνομαι ότι τα αποτελέσματα θα είναι ανάλογα.
Πολίτες, οι οποίοι μας ψήφισαν το προηγούμενο καλοκαίρι και για διαφορετικούς ο καθένας λόγους, είναι σήμερα δυσαρεστημένοι από την κυβερνητική μας πολιτική, θα έχουν την ευκαιρία πριν τις ευρωεκλογές να αναμετρηθούν με το δίλημμα:
«Θέλουμε μια κυβέρνηση ΝΔ δυνατή με τα όποια λάθη ή παραλείψεις της και πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ή να μπούμε σε μια χρονική περίοδο με την κυβέρνηση αποσταθεροποιημένη και αδύναμη να παράξει έργο;»
Ταυτόχρονα θα αναδειχθεί, σίγουρα, και η μεγάλη διαδρομή που διήνυσε η χώρα από το 2019 έως σήμερα, όπως και οι προοπτικές που της ανοίγονται πλέον.
Φυσικά, οι πολίτες θα εξετάσουν και τις εναλλακτικές λύσεις, τις διανοιγόμενες σε περίπτωση που δεν θα έχουμε κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Με απλά λόγια, τη διαφαινόμενη χαλαρή ψήφο των ευρωεκλογών η πρόταση δυσπιστίας της δίνει άλλη διάσταση.
Ταυτόχρονα οι πολίτες θα κατανοήσουν ότι απέναντι υπάρχει, πλέον, η προοπτική μίας ενωμένης αριστερής αντιπολίτευσης ικανής να ανακόψει με τις πολιτικές της την πορεία της χώρας.
Ήδη η ασόβαρη πολιτικά πρόταση του Στέφανου Κασσελάκη για ευρωεκλογές με διεθνείς παρατηρητές, όπως και η απαξίωση με την οποία περιέβαλε την συζήτηση στη Βουλή, δείχνει στους πολίτες τις συνέπειες εναλλακτικών επιλογών.
Παράλληλα, εμείς, της κυβερνητικής πλειοψηφίας ενωμένοι περνάμε πλέον σε μία πολιτική αντεπίθεση για όλη την κυβερνητική πολιτική, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα ένα αναλυτικό χρονοδιάγραμμα ανάταξης των σιδηροδρομικών μεταφορών στη χώρα, με επίκεντρο την ασφάλεια και τις διεθνείς εξελίξεις (ηλεκτροκίνηση-υδρογόνο).
Ήρθε η ώρα η κυβερνητική πλειοψηφία του 41% να ξυπνήσει. Τέλος, οι οικογένειες των θυμάτων έχουν κάθε δικαίωμα να ζητούν δικαιοσύνη με τον τρόπο που οι ίδιες εννοούν, σε όποιο επίπεδο και με όποιο μέσο επιθυμούν.
Εμείς, όμως, της κυβερνητικής πλειοψηφίας οφείλουμε να λειτουργούμε, το κάνουμε άλλωστε, με έναν συνδυασμό ενσυναίσθησης και πολιτικού ορθολογισμού, μακριά από τον χυδαίο λαϊκισμό και με απαίτηση να χυθεί άπλετο φως στο δυστύχημα. Κυρίως, φυσικά, γνωρίζοντας ότι πράττουμε σωστά. Το οφείλουμε στην αλήθεια.